παραψηφίζομαι

παραψηφίζομαι
Α
1. δεν ψηφίζω σωστά, διαπράττω σφάλμα με την ψήφο μου
2. εξαπατώ με νοθευμένη ψηφοφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραψηφισμός — ὁ, Α [παραψηφίζομαι] παραλογισμός, απάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”